-
1 вычисление
ο υπολογισμόςο λογαριασμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вычисление
-
2 φροντιστής
A deep thinker, as Socrates is called in derision by Ar.Nu. 266, cf. 414 (anap.), al.; φ. τῶν μετεώρων, τῶν οὐρανίων, one who meditates on supra-terrestrial things, X.Smp.6.6, Mem.4.7.6;τὰ.. μετέωρα φ. Pl.Ap. 18b
: hence, generally, philosopher, X. Smp.7.2, cf. Hsch.II one who takes care of, τινων D.S.37.8; curator,ἱεροῦ Ἀφροδίτης IGRom.1.1167C4
(Egypt, ii A. D.); ([place name] Side), cf. BMus.Inscr.1069 (Fayum, ii A.D.); τῶν δημοσίων πραγμάτων Sch.Ar.Pl. 908;τῶν ἀρχομένων Poll.1.40
: manager,κακῷ φ. τὰ καθ' ἑαυτοὺς ἐπιτρέψομεν Porph.Abst.1.50
;παρύγρων Cat.Cod.Astr.8(1).177
; without gen., manager, housekeeper, Phld.Oec.p.51 J.: as transl. of Lat. procurator,ὁ φ. Δρούσου IGRom.4.219
([place name] Ilium).2 title of official of a φρατρία, IG14.759.8 ([place name] Naples).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φροντιστής
-
3 διοδος
ἥ1) проход, проезд, переезд(τὰς διόδους φυλάσσειν Her.; ἄπειρος τῶν διόδων Thuc.; τὰς διόδους διαθρῆσαι Arph.)
τῶν οὐρανίων ἄστρων δίοδοι Aesch. — орбиты небесных тел2) прохождение, проникание(διὰ τῶν πόρων Arst.)
3) анат. проток, канал(ἥ οὐρήθρα δ. τῷ τοῦ ἄρρενος σπέρματι Arst.)
4) право прохода, пропуск(δίοδον αἰτεῖσθαι Arph. и αἰτεῖν Aeschin.; δῶρα τῆς διόδου Plut.)
-
4 ἀνάγκη
A force, constraint, necessity,κρατερὴ δ' ἐπικείσετ' ἀ. Il.6.458
; ἀναγκαίη γὰρ ἐπείγει ib.85;ἀναγκαίῃ πολεμίζειν 4.300
;τίς τοι ἀνάγκη πτώσσειν; 5.633
; οἷσιν ἀ. (sc. φυλάσσειν) 10.418, al.: but in Hom. usu. in dat. as Adv., ἀνάγκῃ perforce, of necessity,ἀείδειν Od.1.154
;φεύγειν Il.11.150
: in act. sense, forcibly, by force, ἴσχειν, ἄγειν, Od.4.557, 22.353;μνήσασθαι 7.217
: strengthd. by καί, 10.434;ὑπ' ἀνάγκης 19.156
; opp. ἑκόντες, Pl.Phdr. 231a;ὑπ' ἀναγκαίης Hdt.7.172
, al.;ἐξ ἀνάγκης S.Ph.73
, Th.3.40, etc.;δι' ἀνάγκης Pl.Ti. 47e
;σὺν ἀνάγκᾳ Pi.P.1.51
;πρὸς ἀνάγκαν A.Pers. 569
codd. (lyr.), cf. Epict.Ench.29.2;κατ' ἀνάγκην X.Cyr.4.3.7
: ἀνάγκη ἐστί, c. inf., it must be that.., is necessary that.., cf. Il. supr. cit.;πᾶσα ἀ. ἐστὶ ὗσαι Hdt.2.22
; τρέφειν τοὺς τοκέας τοῖσι μὲν παισὶν οὐδεμία ἀ., τῇσι δὲ θυγατράσι πᾶσα ἀ. ib.35: c. dat. pers.,ἀ. μοι σχεθεῖν A.Pr.16
, cf. Pers. 293:—in Trag. freq. in answers and arguments, πολλή γ' ἀνάγκη, πολλή' στ' ἀνάγκη, or πολλή μ' ἀνάγκη, with which an inf. may always be supplied, E.Med. 1013, Hec. 396, S.Tr. 295; soπᾶσ' ἀνάγκη El. 1497
, cf. Pl.R. 441d; ἀνάγκη μεγάλη [ἐστί] ib. 485e, Is.3.6, D.28.9;ἐν ἀνάγκῃ ἐστί Lys.6.8
: later ἀνάγκην ἔχω, c. inf., Ev.Luc. 14.18.2 necessity in the philosophical sense, Arist.APo. 94b37, Metaph. 1026b28, Ph. 199b34; logical necessity, Metaph. 1064b33: in pl., laws of nature,τίσιν ἀνάγκαις ἕκαστα γίγνεται τῶν οὐρανίων X. Mem.1.1.11
, cf. Hp.Aër.21.b natural need,γαστρὸς ἀνάγκαις A.Ag. 726
, cf. Ar.Nu. 1075, X.Cyn.7.1;ὑπ' ἀ. τῆς ἐμφύτου Pl.R. 458d
; ἐρωτικαῖς ἀ. ib., etc.d ἀνάγκη δαιμόνων, αἱ ἐκ θεῶν ἀνάγκαι, fate, destiny, E.Ph. 1000, 1763: freq. personified in Poets, Parm.8.30, Emp.116, A.Pr. 105, S.Fr. 256;Ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται Simon.5.21
.b violence, punishment, esp. of torture, mostly pl.,ἐς ἀνάγκας ἄγεσθαι Hdt.1.116
, cf. Antipho 6.25, Herod.5.5;προσάγειν τινὶ τὰς ἀνάγκας Th.1.99
; τὰ πρὸς ἀνάγκας ὄργανα instruments of torture, Plb.15.28.2: later in sg.,ἡ ἀ. τῶν βασάνων Plu.2.305e
; under torture,Id.
Publ.17: metaph., Hp. de Arte13; δολοποιὸς ἀ., i. e. the stratagem of Nessus, S.Tr. 832;βρόχων πλεκταῖς ἀνάγκαις Xenarch.1.9
.c duress, 'force majeure',ὅρκους οὓς ποιέονται ἐν ἀνάγκῃ ὄντες Democr.239
; stress of circumstances,ἀκούσιοι ἀ. Th.3.82
.4 bodily pain, anguish, painfully,S.
Ph. 206 (lyr.); ὑπ' ἀνάγκης βοᾶν ib. 215;ὠδίνων ἀνάγκαι E.Ba.89
(lyr.): generally, distress,ἐν ἀνάγκαις γλυκὺ γίνεται καὶ τὸ σκληρόν Simon.226
; freq. in LXX, Jb.15.24, al.;ἡ ἐνεστῶσα ἀ. 1 Ep.Cor.7.26
: esp. in pl., IG12 (7).386.23 (Amorgos, iii B. C.), D.S.4.43, 2 Ep.Cor.6.4, etc.II tie of blood, kindred, Lys.32.5.III = ἡ δικαστικὴ κλεψύδρα, Hsch. -
5 σύμπνοια
σύμπνοια, ἡ,A breathing together,τῶν φυσῶν Artem.2.37
: metaph., agreement, union, D.L.2.137, Hdn.7.6.3, Jul.Or.6.189a, Iamb.Myst. 5.26; of the body, joined with σύρροια, Hp.Alim.23; ἡ τῶν οὐρανίων πρὸς τὰ ἐπίγεια ς. Chrysipp.Stoic.2.172; ἡ ἁπάντων ς. Aret.CD2.5, cf. Plot.2.3.7, Dam.Pr.88, Aen.Gaz.Thphr.p.49 B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύμπνοια
-
6 αναγκη
дор. ἀνάγκα ἥ1) необходимость, неизбежностьὑπ΄ ἀνάγκης Hom., Hes., Aesch., Soph., Thuc., ἀνάγκῃ Hom., Soph., Thuc., σὺν ἀνάγκῃ Pind., δι΄ и ἐξ ἀνάγκης Soph., Thuc., Plat., Arst., πρὸς ἀνάγκην Aesch., Arph., Plut., Luc. и κατ΄ ἀνάγκην Xen. — в силу необходимости, поневоле;
κατ΄ ἀνάγκην ἐπιτελεῖν τι Polyb. — выполнить что-л. во что бы то ни стало;εἴπερ ἀ. Hom. — если необходимо;2) предопределение (свыше), судьба, рок(ἀ. δαιμόνων и αἱ ἐκ θεῶν ἀνάγκαι Eur.)
3) закономерность, закон(τῶν οὐρανίων Xen.)
ἔγγραφοι ἀνάγκαι Plut. — писаные законы4) нужда, потребность(γαστρὸς ἀνάγκαι Aesch.; ἐρωτικαὴ ἀνάγκαι Plat.)
5) мучительный труд, страдание, мучение(πόνοι καὴ ἀνάγκαι Eur.)
ἕρπειν κατ΄ ἀνάγκην Soph. — влачиться с трудом;ὑπ΄ ἀνάγκας βοᾶν Soph. — кричать от боли;ἐν ὠδίνων λοχίαις ἀνάγκαισι Eur. — в родовых муках6) принуждение, насилиеἀνάγκῃ Hom. — по принуждению;
τὰς ἀνάγκας προσάγειν τινί Thuc. — применять насилие к кому-л.7) (преимущ. pl.) меры принуждения, пыткаἐς ἀνάγκας ἄγεσθαι Her. — быть ведомым на пытку;
τὰ πρὸς τὰς ἀνάγκας ὄργανα Polyb. — орудия пытки8) неодолимая сила доказательства, искусный довод(ῥητόρων ἀνάγκαι Anacr.)
9) кровная близость, родство Xen., Isocr. -
7 περιοδευω
1) обходить, осматривать(τὸ Παλάτιον Plut.)
2) проходить, пробегать или обозревать(τὸν οὐρανόν Arst.)
3) разбирать, рассматривать, изучать4) рит. писать периодами -
8 συντονια
ἥ1) натяжение, напряжение(τὸ ἀπὸ τῆς συντονίας πάθημα Plat.)
2) стремление, рвение(ψυχῆς πρός τι Plat.)
3) созвучность, согласованность(τῶν οὐρανίων πρὸς τὰ ἐπίγεια Diog.L.)
-
9 венец
-нца α.1. παλ. στεφάνι.2. παλ. στέμμα, κορώνα• διάδημα.3. γαμήλιο στεφάνι.4. μτφ. κορωνίδα.5. αλώνι, άλως, φωτεινός κύκλος των ουρανίων σωμάτων6. περίζωμα οικοδομής.7. στεφάνωμα, στέψη•до -нца πρίν τη στέψη•
после -нца μετά τη στέψη.
εκφρ.идти под венец – παλ. στεφανώνομαι, παντρεύομαι. -
10 возмущение
-я ουδ.1. θόλωμα, -ση.2. αγανάκτηση, δυσανασχέτηση, οργή, ψυχική ταραχή.3. παλ. εξέγερση, στάση. ή. (αστρν.) διατάραξη (των ουρανίων σωμάτων). -
11 περιοδεύω
A go all round, ;τὸν νομόν PCair.Zen.541.2
(iii B. C.);τὸ Παλάτιον Plu.Cam.32
, cf. Phoc. 21 ;ἐν πάσῃ τῇ γῇ LXX 2 Ki.24.8
; make a revolution, of the moon, Gal.19.554.2 in military sense, patrol, Aen.Tact.22.10;π. τὴν πρώτην φυλακήν Id.26.2
; of dyke-watchers, PPetr.2p.17 (iii B.C.) ; of an inspector, go round vineyards, PCair.Zen.300.7 (iii B.C.); march round, App.BC1.58,al.II metaph., go systematically through,βίον τινός Plu.2.87b
;τὸν περὶ τῶν οὐρανίων λόγον Placit.3
Prooem., cf. Ptol.Tetr.1 ([voice] Pass.); study diligently, Epicur.Ep.2p.35U., Demetr. Lac.Herc.1013.18, 1055.23 ([voice] Pass.), Epict.Ench.29.3; περιοδευομένη φαντασία Academiciap.Gal.5.802.IV practise, of a midwife, Sor.1.3; οἱ περιοδεύοντες practitioners, Alex.Trall.8.2:—[voice] Pass., to be treated, ibid., Id.11.4.V Rhet., write in periods, Demetr.Eloc. 229 ; διαπορητικῶς π. Hermog. Inv.4.3:—[voice] Pass.,ἡ περιωδευμένη προφορὰ καὶ γραφή Phld.Rh.1.158
S.; but τὸ περιωδευμένον path traversed in a circle, expl. of περίοδος, Demetr. Eloc.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιοδεύω
-
12 περιπόλησις
A revolution, of the stars, Ph.1.10 (pl.); τῶν οὐρανίων Theo Sm.p.120 H., cf. lamb. VP15.65; τὴν π. ποιεῖσθαι, of the sun, Porph. ap. Eus.PE3.12; π. τῆς ψυχῆς, of metempsychosis, Max.Tyr.38.3, D.L.8.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιπόλησις
-
13 στερέωμα
2 foundation or framework, e.g. the skeleton, on which the body is, as it were, built, Arist.PA 655a22; στερεώματος ἕνεκα τοῦ περιτρήτου to strengthen it, Hero Bel.95.8: metaph., solid part, strength of an army, LXX 1 Ma.9.14; also, ratification, ἐπιστολῆς ib.Es.9.29; steadfastness,τῆς πίστεως Ep.Col.2.5
.3 = στεῖρα (of a ship), Thphr. HP5.7.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στερέωμα
-
14 συντονία
συντον-ία, ἡ,A tension, of the body or its organs, Hp.Acut.(Sp.) 29, Pl.Ti. 84e, Arist.HA 540a6, al., Thphr.Lass.7, Gal.6.174, 7.789; ῥώμη ἢ ς. Id.6.154.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντονία
-
15 ἴδρις
Aἴδρι AP9.559
(Crin.), prob. in ib.6.182 (Alex. Magnes.): pl. ἴδριες; also ,ἴδριδες Phryn.Com.90
(= Phryn.Trag.22), cf.πολυ-ίδριδι Sapph.166
(but these forms are censured by Hdn.Gr.2.40): ([etym.] οἶδα):— poet. Adj. experienced, knowing, skilful,ἀνὴρ ἴδρις Od.6.233
: c. inf.,ἴδριες.. νῆα θοὴν ἐνὶ πόντῳ ἐλαυνέμεν 7.108
: c. gen.rei,πόνου καὶ ὀϊζύος Hes.Sc. 351
;καλῶν Pi.O.1.104
;ἔργων Archil.39
, cf.A.Ag. 446(lyr.), S.El. 608, Ichn.124, Call.Jov.74, etc.: in late Prose,ἴ. τῶν οὐρανίων Vett.Val.4.19
: with Preps.,κατὰ γνώμαν ἴδρις S.OT 1087
(lyr.);οὐδὲν ἴδρις Id.OC 525
(lyr.);ἐν πολέμοισι D.P.857
.2 as Subst., the provident one, i.e. the ant, Hes.Op. 778. -
16 ὑλῷος
A material,ὑλῷοι λέγονται οἱ τήνδε τὴν ὕλην ἐζάπτοντες τῆς τῶν οὐρανίων Olymp. in Alc.p.19
C. (=Orph.Fr. 353). -
17 κατέρχομαι
κατέρχομαι 2 aor. κατῆλθον (κατῆλθα Ac 27:5, s. B-D-F §81, 3; W-S. §13, 13; cp. Mlt-H. 208f); pf. inf. κατεληλυθέναι (Tat. 27, 2) (s. ἔρχομαι; Hom.+; also Herm. 10, 25 οὐδεὶς τῶν οὐρανίων θεῶν ἐπὶ γῆν κατελεύσεται).① to move in a direction considered the opposite of up but not necessarily with suggestion of a gradient, come down w. indication of the place fr. which ἀπό τινος: ἀπὸ τοῦ ὄρους (cp. Jos., Ant. 1, 109) Lk 9:37. ἀπὸ τῆς Ἰουδαίας Ac 15:1; 21:10.—18:5. ἐκεῖθεν GPt 9:36. The place from which is supplied fr. the context 11:44. W. indication of the place fr. which and the goal ἀπό τινος εἴς τι from … to Ac 11:27; 12:19. W. indication of the goal εἴς τι (TestJud 9:8 εἰς Αἴγυπτον; Jos., Ant. 8, 106 θεὸς κ. εἰς τὸ ἱερόν; Just., D. 56, 13 and 15 εἰς Σόδομα) Lk 4:31; Ac 8:5; 13:4; 15:30; 19:1. πρός τινα to someone 9:32. Fig. (cp. Philo, Det. Pot. Ins. 117 ὅταν κατέρχηται [ἡ τῆς θείας σοφίας πηγή]) ἡ σοφία ἄνωθεν κατερχομένη that comes from above i.e. fr. God Js 3:15.② to arrive at a place, arrive, put in, nautical t.t. of ships and those who sail in them, who ‘come down’ fr. the ‘high seas’ (Eustath. ad Hom. 1408, 29 [Od. 1, 182] κατελθεῖν, οὐ μόνον τὸ ἁπλῶς κάτω που ἐλθεῖν, ἀλλὰ καὶ τὸ ἐς λιμένα ἐλθεῖν, ὥσπερ καὶ καταβῆναι καὶ καταπλεῦσαι κ. καταχθῆναι κ. κατᾶραι, τὸ ἐλλιμενίσαι λέγεται=κ. does not only simply mean ‘to come down somewhere’, but also ‘to come into a port’, just as καταβῆναι etc. are used to refer to ‘putting into port’; 1956, 35 [Od. 24, 115]) εἴς τι at someth. a harbor Ac 18:22; 21:3; 27:5.—M-M. -
18 οὐράνιος
οὐράνιος, Sp., wie Luc. Dem. enc. 13 auch 2 Endgn, himmlisch, an, in, von dem Himmel; bes. ϑεοί, die im Himmel wohnen, H. h. Cer. 55; Θέμις, Ἀφροδίτη, Pind. frg. 6. 87 (wie Soph. El. 1053 u. Eur. Hipp. 59); auch οὐράνιαι allein, die Göttinnen, P. 2, 38; ἀστήρ, 3, 75; κίων, 1, 19; auch ὕδατα, Regen, Ol. 10, 2, wie Theophr. auch τὰ οὐράνια allein braucht; Aesch. unterscheidet Ag. 90 ϑεῶν τῶν τ' οὐρανίων τῶν τ' ἀγοραίων; auch οὐρανία γέννα, Prom. 164; οὐράνιος πόλος, 927; ἄστρα, 1051; αἰϑήρ, Soph. O. R. 866 (wie Eur. αἰϑέρα οὐράνιον, Hec. 1100); ἀστραπή, O. C. 1465, wo man des Metrums wegen οὐράνια ändert, was adverbialisch zu fassen, vom Himmel, wie etwa ἵππον οὐράνια βρέμοντα, Eur. Troad. 1159, s. aber unten; φῶς, Soph. Ant. 935, der οὐράνια καὶ χϑονοστιβῆ einander gegenübersetzt, O. R. 301; οὐρανίων μακάρων, Eur. Herc. Fur. 758; ϑεοί, El. 1235; u. in Prosa, οὐρανίη Ἀφροδίτη, Her. 4, 59; Plat. Conv. 181 c; ἄκραν ὑπὸ τὴν οὐρανίαν ἁψῖδα πορεύονται, Phaedr. 247 b; ϑεοί, Legg. VIII, 828 c u. öfter; οὐράνια σημεῖα, Himmels-, Lufterscheinungen, Xen. Cyr. 1, 6, 2; ῥῖπτε σκέλος οὐράνιον, zum Himmel, Ar. Vesp. 1530. – Auch übertr., gewaltig, groß, den höchslmöglichen Grad einer Sache bezeichnend, ἀμβόασαν οὐράνι' ἄχη, Aesch. Pers. 565; vgl. B-A. 4, 20, ἀνεβόησεν οὐράνιον ὅσον, σημαίνει τὸ ὑπερβεβηκὸς καὶ μέχρι τοῦ οὐρανοῦ ἧκον; Soph. vrbdt Τυφὼς ἀείρας σκηπτόν, οὐράνιον ἄχος, Ant. 414, nach den Alten Staubwolke, Andere fassen es in eigentlicher Bdtg, Himmelsleid; aber ἄταν οὐρανίαν φλέγων ist »gewaltig groß« Ai. 194; dah. Ar. Ran. 781. 1131 οὐράνιον ὅσον ἡμάρτηκα, wie ϑαυμαστὸν ὅσον.
-
19 ὕδωρ
ὕδωρ, τό, gen. ὕδατος, dat. ep. auch ὕδει, Hes. O. 61, wozu Callim. fr. 466 den nom. ὕδος gemacht hat (ὕω), das Wasser, eigtl. Regenwasser, wie Il. 16, 385 u. Pind. οὐρανίων ὑδάτων ὀμβρίων, παίδων Νεφέλας, Ol. 10, 2; u. so auch später, ὗσαι ὕδατι Her. 1, 87; γίγνεται, ἐπιγίγνεται ὕδωρ, 8, 12. 13; τὸ ὕδωρ τὸ γιγνόμενον τῆς νυκ τός, Thuc. 2, 5, vgl. 4, 75; τῶν ἐκ Διὸς ὑδάτων, Plat. Legg. VI, 761 a; τοῖς Διὸς ὕδασι χρώμενος, Critia. 113 e; auch ὑδωρ ἐξ οὐρανοῠ πολὺ ἦν, Xen. An. 4, 2, 2; vgl. Thuc. 2, 77; Arr. An. 3, 3, 6; dah. Ζεύς od. ὁ ϑεὸς ποιεῖ ὑδωρ, macht Wasser, läßt regnen, Ar. Vesp. 261; u. absol. ὕδατα ποιεῖ, es macht Wasser, regnet, Theophr.; ὕδατα ἀστραπαῖα, Gewitterregen, Plut. Symp. 4, 2, 1. – Quell- u. Flußwasser; Καφισίων ὑδάτων, Pind. Ol. 14, 1; Διρκαίων, P. 9, 88, wie Aesch. Spt. 289 u. sonst; – Meerwasser; πλατὺ ὕδωρ, Her. 2, 108; ἁλμ υρόν, Thuc. 4, 26; – ganz allgemein, im Ggstz von γῆ, Aesch. Suppl. 23 u. A.; – τὸ κατὰ χειρὸς ὕδωρ, Waschwasser (= χέρνιψ). zum Waschen der Hände vor der Mahlzeit, Ar. Vesp. 1216, vgl. Av. 464. – Sprichwörtlich ἐν ὕδατι γράφειν, Plat. Phaedr. 276 c; καϑ' ὕδατος γράφειν, Luc. catapl. 21. – In der Vbdg ἐν ὕδατι βρέχεσϑαι, Her. 3, 104, für Schweiß, unser »wie aus dem Wasser gezogen sein«. – Bei den att. Rednern bes. das Wasser der Wasseruhr, wonach dem vor Gericht Sprechenden die Zeit zugemessen wurde; dah. πρὸς τὸ αὐτὸ ὕδωρ εἰπεῖν, in derselben Redezeit vortragen, Dem. 27, 12; πᾶν ὕδωρ ἀναλώσωμεν, Din. 2, 6; τὸ ὕδωρ τοῖς ἄλλοις κατηγόροις παρόλλυμι, 1, 114; ἐν μικρῷ μέρει τοῦ παντὸς ὕδατος, in einem kleinen Theile der ganzen Redezeit, Dem. 29, 9; ἐν τῷ ἐμῷ ὕδατι, in der mir durch die Wasseruhr zugemessenen Zeit, 18, 139; ἐὰν τὸ ὕδωρ ἐγχωρῇ, wenn die Zeit ausreicht, 44, 45; Plat. sagt κατεπείγει γὰρ ὕδωρ ῥέον, Theaet. 172 d, πρὸς ὕδωρ σμικρόν 201 b. – Den plur. ὕδατα hat Hom. nur Od. 13, 109; bei den Folgdn, wie Her. 4, 140, häufiger, von allen großen oder fließenden Gewässern. – [Υ wird von Hom. an in der Hebung des Hexameters in allen Casus häufig lang gebraucht, u. so auch in den abgeleiteten Wörtern, bei den Att. ist es aber wieder kurz.]
См. также в других словарях:
δύο σωμάτων, πρόβλημα των- — Ειδική περίπτωση του προβλήματος ν σωμάτων, κατά την οποία μπορεί να βρεθεί μια γενική λύση για τις τροχιές δύο σωμάτων, υπό την επίδραση της αμοιβαίας έλξης της βαρύτητας. Παράδειγμα τέτοιου προβλήματος είναι η κίνηση ενός πλανήτη γύρω από τον… … Dictionary of Greek
αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… … Dictionary of Greek
Γαλιλαίος — (Galileo Galilei, Πίζα 1564 – Αρτσέτρι, Φλωρεντία 1642). Ιταλός φυσικός και αστρονόμος. Οι επιστημονικές ανακαλύψεις του στη μηχανική και την αστρονομία και κυρίως η μαθηματική πειραματική μέθοδος που εφάρμοσε στις έρευνές του τον καθιέρωσαν ως… … Dictionary of Greek
πλανητάριο — (Αστρον.). Μηχανισμός με τον οποίο γίνεται δυνατή η αναπαράσταση των κινήσεων των πλανητών. Μετά την κατασκευή του πολύπλοκου αυτού μηχανισμού από τον καθηγητή Μπάουερσφελντ της εταιρείας Zeiss της Ιένας, τον οποίο ο ίδιος επινόησε, το όνομα π.… … Dictionary of Greek
αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… … Dictionary of Greek
σύμπαν — Είναι το σύνολο των ουράνιων σωμάτων και του διαστήματος μέσα στο οποίο είναι εγκατασπαρμένα. Τα ακραία όριά τους, περισσότερο από άμεσες παρατηρήσεις απευθείας ή με όργανα, έχουν καθοριστεί με επιστημονικές υποθέσεις, που επιδίωξαν να μεταφέρουν … Dictionary of Greek
παράλλαξη — (Μαθημ.). Η γωνία που σχηματίζουν οι οπτικές κατευθύνσεις προς ένα ορισμένο αντικείμενο, όταν το παρατηρούμε από δύο διαφορετικά σημεία. Αν γνωρίζουμε την π. και την απόσταση μεταξύ των δύο σημείων παρατήρησης, είναι εύκολο να βρούμε την απόσταση … Dictionary of Greek
ουράνιος — α, ο (ΑΜ ουράνιος, ία ον, θηλ. και ος) [ουρανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ουρανό ή αυτός που βρίσκεται στον ουρανό ή αυτός που προέρχεται από τον ουρανό (α. «ουράνια φαινόμενα» τα φαινόμενα τα οποία εξελίσσονται στον ουρανό β. «φυτὸν… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
ουρανογραφία — η (Α οὐρανογραφία, ιων. τ. οὐρανογραφίη) 1. η περιγραφή τού ουρανού νεοελλ. 1. η μελέτη τών σχετικών θέσεων τών αστέρων και τής αναγνώρισης τών ουράνιων σωμάτων με τη βοήθεια αστρονομικών χαρτών 2. τα συγγράμματα και οι χάρτες που βοηθούν στην… … Dictionary of Greek
ραδιοαστρονομία — Κλάδος της αστρονομίας, που ασχολείται με τη μελέτη των ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών, οι οποίες εκπέμπονται στη συχνότητα των ραδιοκυμάτων από τον Ήλιο, τους αστέρες και τη διαστρική ύλη και που μπορούν να γίνουν αντιληπτές με ραδιοφωνικούς… … Dictionary of Greek